- δασυχαίτης
- δασυχαίτης, ο (AM)1. (για άνθρωπο) αυτός που έχει πυκνά μαλλιά2. (για ζώο) εκείνο που έχει πυκνό τρίχωμα («δασυχαίτης τράγος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek
δασυχαίταν — δασυχαίτᾱν , δασυχαίτης shaggy haired masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)